- σκηνογράφου
- σκηνόγραφοςscene-paintermasc gen sgσκηνογράφοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Μουσείο Πάνου Αραβαντινού — Η συλλογή του μουσείου αποτελείται από 1.300 περίπου έργα του ζωγράφου, ενδυματολόγου και σκηνογράφου Πάνου Αραβαντινού, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές της σκηνογραφικής τέχνης των αρχών του 20ού αι. Στις δύο… … Dictionary of Greek
σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… … Dictionary of Greek
Άπια, Αντόλφ — (Adolphe Appia, Γενεύη 1862 – Νιόν 1928). Ελβετός θεωρητικός του θεάτρου και σκηνογράφος. Οι ιδέες του και το σκηνογραφικό του έργο για το λυρικό θέατρο, ιδιαίτερα για τις όπερες του Βάγκνερ, αποτελούν, μαζί με τη δουλειά του Γκόρντον Κρέιγκ, τα… … Dictionary of Greek
Αρτσιμπόλντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Arcimboldi,Μιλάνο περ. 1530 – 1593). Ιταλός ζωγράφος και σκηνογράφος. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στις παράξενες προσωπογραφίες και αλληγορίες του, που διακρίνονται για την ιδιότυπη σχέση εικονογραφικών στοιχείων και θέματος. Περίφημα… … Dictionary of Greek
αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… … Dictionary of Greek
Βακαλό, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1902 – Αθήνα 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ζωγράφου και σκηνογράφου Γεώργιου Βακαλόπουλου. Σπούδασε στο Παρίσι όπου και εργάστηκε ως σκηνογράφος. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή κ.ά. Οργάνωσε… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ζουβέ, Λουί — (Louis Jouvet, Κροζόν, Φινιστέρ 1887 – Παρίσι 1951). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και διευθυντής θεάτρου. Αφετηρία της θεατρικής του σταδιοδρομίας (1906 50) υπήρξε η ομάδα Action d’ Art. Το 1913 πήρε … Dictionary of Greek